Γεννημένος πρίγκιπας στο νότιο ινδικό βασίλειο Παλάβα, ήταν ο τρίτος γιος του βραχμάνου βασιλιά Σίχμα Βάρμαν που βασίλευε στην περιοχή Κάντσι Πούραμ της Ινδίας.
Δάσκαλός του ήταν ο Πράζνα Τάρα και μελέτησαν μαζί για περίπου σαράντα χρόνια τον βουδισμό. O Μπόντι Ντάρμα χρίστηκε κληρονόμος της 28ης γενεάς του Μάχα Κασγιάπα, διάδοχος του Βούδα Σάκια Μούνι, στην κινεζική Βούδα Σίτσια Μούνι (釋迦牟尼佛 - Shì Jiā Móu Ní Fó), κερδίζοντας τον μανδύα του πατριάρχη της ινδικής σχολής Ντυάνα, στην κινεζική γλώσσα σχολή Τσαν (禪 - Chán).
Ο Πράζνα Τάρα ζήτησε απ' τον μαθητή του Τα Μο να ταξιδέψει στην Κίνα και να διαδώσει εκεί τον βουδισμό Μαχαγιάνα, στην κινεζική Τα Τσανγκ (大乘 - Dà Chéng), δηλαδή «βουδισμό του μεγάλου οχήματος».
Όταν ο δάσκαλός του απεβίωσε, ο Μπόντι Ντάρμα ήταν έτοιμος να αναχωρήσει για την Κίνα. Την ίδια εποχή ήταν στον θρόνο ο γιος ενός από τα μεγαλύτερα αδέλφια του. Ο ανιψιός του, ως βασιλιάς, του ζήτησε να μείνει στην Ινδία, όπου θα μπορούσε να τον προστατεύει. Ο Μπόντι Ντάρμα αρνήθηκε να μείνει, γιατί έπρεπε να εκπληρώσει την επιθυμία του δασκάλου του και να διαδώσει τον βουδισμό Τσαν στην Κίνα. Κατανοώντας αυτή την επιθυμία ο βασιλιάς διέταξε να σταλούν ταχυδρομικά περιστέρια στην Κίνα. Τα περιστέρια κουβαλούσαν μηνύματα που ζητούσαν από τον λαό της Κίνας να αναλάβει τη φροντίδα του βουδιστή μοναχού.
Τα μηνύματα αυτά μεταφέρθηκαν στην Κίνα και πολλοί άνθρωποι έμαθαν για τον Μπόντι Ντάρμα και αναρωτιούνταν πόσο σημαντικός ήταν αυτός ο βουδιστής μοναχός που ο ίδιος ο βασιλιάς της Ινδίας μιλούσε για εκείνον.
Έτσι, ο Τα Μο σε μεγάλη ηλικία ξεκίνησε για την Κίνα. Ύστερα από ένα κοπιαστικό ταξίδι τριών ετών, στις 21 Σεπτεμβρίου του 527 μ.Χ., έφθασε τελικά στην πόλη Γκουάνγκ Τζόου (廣州 - Guǎng Zhōu) της επαρχίας Γκουάνγκ Τονγκ (广东 - Guǎng Dōng), γνωστή λόγω εκρωμαϊσμού και ως Καντόνα. Είχε τόσο μεγάλη φήμη που ο αυτοκράτορας Γου (武 - Wǔ) της δυναστείας Λιάνγκ (梁朝 - Liáng, 502 - 557 μ.Χ.), σφοδρός υποστηρικτής του βουδισμού, τον προσκάλεσε άμεσα στην πρωτεύουσα να διδάξει. Ο Τα Μο έφτασε την 1η Οκτωβρίου στην πόλη Τζιέν Κανγκ (建康 - Jiàn Kāng), τη σημερινή Ναν Τζινγκ (南京 - Nán Jīng) της επαρχίας Τζιάνγκ Σου (江蘇 - Jiāng Sū).
Ύστερα από τη συνομιλία του με τον αυτοκράτορα που δεν ήταν αμοιβαία ικανοποιητική και ο αυτοκράτορας τη θεώρησε προσβλητική, ο Τα Μο ταξίδεψε βόρεια στον δρόμο του μεταξιού για την πόλη Λούο Γιάνγκ (洛陽 - Luò Yáng), πρωτεύουσα της τότε βόρειας Κίνας κοντά στο βουνό Σονγκ (嵩山 - Sōng Shān - Σονγκ Σαν). Στις 17 Οκτωβρίου του ίδιου έτους, ο μεγάλος δάσκαλος διέσχισε τον ποταμό Τσανγκ Τζιάνγκ (長江 - Cháng Jiāng), γνωστό ως «Μακρύ ποταμό», πάνω σε μια δέσμη καλαμιών με ένα φύλλο μπαμπού και συνέχισε, έως ότου έφθασε στο βουνό Σουνγκ ψάχνοντας τον ναό Σαολίν, προκειμένου να επισκεφτεί τον παλιό του φίλο Πα Τουό (跋陀 - Bá Tuó). Η άφιξή του στον ναό καλωσορίστηκε από τον φίλο του που ζήτησε από τον ηγούμενο Σανγκ Τσόου (僧稠 - Sēng Chóu) και όλους τους μοναχούς να τον φροντίσουν όσο καλύτερα μπορούσαν. Ο Τα Μο γοητεύτηκε από το τοπίο με τα ρυάκια και το δάσος και αποφάσισε να μείνει στον ναό Σαολίν.