«Τι ευτυχισμένα που είναι!»
Ο φίλος του τον ρώτησε:
«Εσύ δεν είσαι ψάρι, πώς ξέρεις λοιπόν ότι είναι ευτυχισμένα;»
Και ο Τσουάνγκ Τσου απάντησε:
«Εσύ δεν είσαι εγώ. Πώς ξέρεις ότι δεν ξέρω πως είναι ευτυχισμένα;»”
Το Τσαν μπορεί να θεωρηθεί ως η παραμυθένια, μακρά παράδοση της ινδικής και κινεζικής κουλτούρας, αν και στην πραγματικότητα είναι πολύ πιο κινεζική από ό,τι ινδική. Ως απόρροια αυτών των μεγάλων πολιτισμών και ως μοναδικό και ιδιαιτέρως διδακτικό παράδειγμα ενός τρόπου απελευθέρωσης, το Τσαν είναι ένα από τα πιο πολύτιμα δώρα της Ασίας στον κόσμο. Οι ρίζες του είναι τόσο ταοϊστικές, όσο και βουδιστικές, πάντα, όμως, η γεύση του είναι κινεζική. Αυτό είναι και η αιτία ή -τουλάχιστον- ένα μέρος της δυσκολίας που παρουσιάζει το Τσαν στον δυτικό μελετητή, συνέπεια της απειρίας του σε ό,τι αφορά τον κινεζικό τρόπο σκέψης, ο οποίος διαφέρει εντυπωσιακά από τους δικούς μας.
To θέμα είναι να εκτιμήσουμε τις διαφορές στις βασικές προϋποθέσεις της σκέψης και στις ίδιες τις μεθόδους σκέψης, γιατί αυτές παραλείπονται τόσο συχνά, ώστε οι ερμηνείες μας για την κινεζική φιλοσοφία καταλήγουν να γίνονται απλά μια προβολή χαρακτηριστικών δυτικών ιδεών στην κινεζική ορολογία. Αυτό είναι το αναπόφευκτο μειονέκτημα της μελέτης της ασιατικής φιλοσοφίας με τη χρήση των αμιγώς λογοτεχνικών μεθόδων της δυτικής κουλτούρας, διότι οι λέξεις μπορούν να κατανοηθούν σωστά μόνο από εκείνους που μοιράζονται ή έχουν μοιραστεί παρόμοιες εμπειρίες.
O λόγος για τον οποίο το Τσαν αποτελεί, εκ πρώτης όψεως, έναν τέτοιο γρίφο για το δυτικό μυαλό είναι ότι διαθέτουμε μια περιορισμένη εικόνα της ανθρώπινης γνώσης. Για εμάς σχεδόν όλη η γνώση είναι αυτό που ένας Κινέζος θα αποκαλούσε «γνώσεις νόησης», διότι δεν αισθανόμαστε ότι γνωρίζουμε τίποτα, εκτός αν μπορούμε να το εκπροσωπήσουμε και να το εκφράσουμε με λόγια ή με κάποιο άλλο σύστημα συμβατικών σημείων, όπως είναι «η γλώσσα» των μαθηματικών ή της μουσικής. Αυτή η γνώση ονομάζεται συμβατική, επειδή είναι θέμα κοινωνικής συμφωνίας ως προς τους κώδικες επικοινωνίας.
Έτσι, το έργο της εκπαίδευσης είναι να καταστήσει τα παιδιά ικανά να ζουν σε μια κοινωνία, να μάθουν και να αποδεχθούν τους κώδικές της -τους κανόνες και τις συμβάσεις επικοινωνίας, με τις οποίες η κοινωνία αυτή συνυπάρχει. Αρχικά η προφορική γλώσσα: το παιδί διδάσκεται να αποδέχεται και να χρησιμοποιεί τη λέξη «δέντρο» ως τη συμφωνημένη λέξη γι' αυτό που έδειξε, όταν είδε για πρώτη φορά ένα δέντρο. Δεν έχουμε καμία δυσκολία να κατανοήσουμε ότι η λέξη «δέντρο» είναι προϊόν μιας σύμβασης. Αυτό που είναι πολύ λιγότερο προφανές είναι ότι η σύμβαση ρυθμίζει, επίσης, την οριοθέτηση του αντικειμένου. Επομένως η επιστημονική σύμβαση αποφασίζει αν ένα χέλι θα είναι ένα ψάρι ή ένα φίδι και η γραμματική σύμβαση καθορίζει ποιες εμπειρίες θα ονομάζονται αντικείμενα και τι θα ονομάζεται γεγονός ή ενέργεια. Πόσο αυθαίρετες είναι τέτοιες συμβάσεις, μπορεί να φανεί από την ερώτηση:
«Τι συμβαίνει με τη γροθιά μου [το ουσιαστικό αντικείμενο], όταν ανοίγω το χέρι μου;»
Το αντικείμενο εξαφανίζεται σαν θαύμα, επειδή μια δράση ήταν συγκαλυμμένη από ένα μέρος της ομιλίας που συνήθως ανατίθεται σ' ένα πράγμα! Στη Δύση οι διαφορές μεταξύ πράξεων και ενεργειών είναι ξεκάθαρες, αλλά ένας μεγάλος αριθμός κινεζικών λέξεων έχουν την ίδια σημασία τόσο ως ουσιαστικά, όσο και ως ρήματα. Έτσι, ο Κινέζος δεν χρειάζεται να διαχωρίζει αντικείμενα από γεγονότα…
Αυτός βλέπει αυτό που είναι να ιδωθεί, αλλά δεν σκέφτεται αυτό που βλέπει, ούτε αυτό που δεν βλέπει, ούτε αυτό που μπορεί να ιδωθεί, ούτε αυτό που δεν μπορεί να ιδωθεί, ούτε αυτόν που βλέπει. Έτσι, η καρδιά του, η συνείδησή του και οι γνώσεις του δεν είναι διαφορετικές έννοιες, είναι ένα.
Η δυσκολία να καταλάβουμε τι σημαίνει «Τσαν» είναι ότι η δομή της γλώσσας μας δε μας επιτρέπει να χρησιμοποιήσουμε ένα μεταβατικό ρήμα χωρίς ένα αντικείμενο ή ένα κατηγορούμενο. Όταν υπάρχει «γνώση», η γραμματική μάς λέει ότι πρέπει να υπάρχει κάποιος που γνωρίζει και κάτι που είναι γνωστό. Είμαστε τόσο εξοικειωμένοι μ' αυτή τη σύμβαση όταν μιλάμε και σκεφτόμαστε, που δεν αναγνωρίζουμε ότι είναι απλώς μια σύμβαση και ότι δεν αντιστοιχεί κατ' ανάγκη στην πραγματική εμπειρία της γνώσης.
Για μια ακόμη φορά, λοιπόν, βλέπουμε πως οι συμβάσεις και τα μάγια της μέτρησης και της περιγραφής γεμίζουν τον κόσμο μ' αυτά τα φαντάσματα που ονομάζουμε «οντότητες» και «πράγματα». Τόσο υπνωτική, τόσο πειστική είναι η δύναμη της σύμβασης που αρχίζουμε να νιώθουμε αυτά τα φαντάσματα ως πραγματικότητες και να φτιάχνουμε απ' αυτή τις αγάπες μας, τα ιδανικά μας, τα πολύτιμά μας υπάρχοντα. Έτσι, το πρόβλημα με το άγχος του τι θα συμβεί σ' εμένα όταν πεθάνω είναι, τελικά, σαν να ρωτάω«τι συμβαίνει με τη γροθιά μου, όταν ανοίγω το χέρι μου»ή«πού πάει η αγκαλιά μου, όταν ανοίξω τα χέρια μου».