- Η πρώτη φάση είναι η περίοδος από την εποχή της πτώσης της δυναστείας Τσινγκ (清 - Qīng, 1644 - 1911 μ.Χ.) μέχρι την επικράτηση του Κομμουνισμού το 1949.
- Η δεύτερη φάση άρχισε με τον κομμουνιστικό έλεγχο της Κίνας και συνεχίστηκε μέχρι το 1978, όταν οι πολιτικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις του Ντανγκ Σιάο Πινγκ (鄧小平 - Dèng Xiǎo Píng, γ.1904 - θ.1997) άλλαξαν δραματικά την κατεύθυνση του κινεζικού πολιτισμού.
- Η τρίτη φάση ξεκίνησε αμέσως μετά από αυτές τις αλλαγές και ισχύει μέχρι σήμερα.
Αρκετοί Κινέζοι πολίτες άρχισαν να απελπίζονται πριν από την πτώση της δυναστείας Τσινγκ, το 1911, με την κατάσταση που επικρατούσε στην Κίνα. Πίστευαν ότι ο στρατός τους ήταν υποδεέστερος και απαρχαιωμένος σε σχέση με αυτόν του δυτικού πολιτισμού και ότι η Δύση είχε μεγαλύτερη πολεμική αξία και υπεροχή. Αυτές οι σκέψεις έκρυβαν μια πιο βαθιά πραγματικότητα που υπέβοσκε στην κινεζική κοινωνία: ένα επικείμενο σχίσμα με το παρελθόν και τις πολεμικές τέχνες, που ήταν περισσότερο ψυχολογικό ή ιδεολογικό παρά πραγματικό.
Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι οι στρατιωτικές τους πρακτικές έπρεπε να εξομοιωθούν με εκείνες των δυτικών. Όμως μερικοί πίστευαν ότι θα έπρεπε να αφομοιωθεί πλήρως η δυτική κουλτούρα σε κάθε τομέα, από την πολιτική ως την εκπαίδευση και τον πολιτισμό. Άρα, προκειμένου να γίνει η Κίνα ισχυρή, θα έπρεπε να δυτικοποιηθεί. Ένα άλλο κομμάτι της κινεζικής κοινωνίας αποδεχόταν ότι θα έπρεπε να αφομοιωθεί η δυτική στρατιωτική πρακτική, οι επιστήμες, η τεχνολογία και αρκετά ακόμη στοιχεία των δυτικών, αλλά οι βασικές κινεζικές αρχές και πρακτικές θα έπρεπε να διατηρηθούν αυτούσιες, καθώς ήταν πολύτιμες. Έτσι, η Κίνα με αυτόν τον τρόπο θα μπορούσε να εκσυγχρονιστεί χωρίς απαραίτητα να δυτικοποιηθεί πλήρως. Επιπλέον, η κινεζική κουλτούρα ήταν πολύτιμη από μόνη της και είχε πολλά να προσφέρει στον υπόλοιπο κόσμο. Αυτή όμως η άποψη έμελλε να μην είναι αρκετά ισχυρή εκείνα τα χρόνια και οι περισσότεροι ήταν πρόθυμοι να προδώσουν την ιστορία και την παράδοση.
Η σύγκριση των δυτικών σύγχρονων αθλημάτων με τα παραδοσιακά κινεζικά ήταν συντριπτική. Με τι το δυτικό μπορούσαν να συγκριθούν οι κινεζικές πολεμικές τέχνες; Ποιος είχε τη δύναμη να τις υπερασπιστεί, να τις αναδείξει και πολύ περισσότερο να τις κατοχυρώσει; Δεν ήταν σαν την πυγμαχία ή την πάλη ούτε σαν την ξιφασκία.
Οι δυτικοί δεν είχαν πολεμικές τέχνες, είχαν αθλήματα. Για τους «μεταρρυθμιστές» οι πολεμικές τέχνες ήταν θεμελιωδώς παραδοσιακές και οπισθοδρομικές και έτσι υιοθέτησαν νέες τακτικές. Η πρώτη τακτική ήταν να συμπεριληφθούν δυτικά αθλήματα και άλλα παιχνίδια στις εκπαιδευτικές τους δραστηριότητες και στη συνέχεια, προσπαθώντας να μετατρέψουν τις πολεμικές τέχνες σε ένα σύγχρονο άθλημα, τις απλοποίησαν και τις μετέτρεψαν σε ακροβατικές-γυμανστικές ασκήσεις.
Οι Κινέζοι στον βωμό της δυτικοποίησής τους πετσόκοψαν τις πολεμικές τους τέχνες, για να μοιάζουν με τα αθλήματα των δυτικών κι έτσι χάθηκε ένα μεγάλο μέρος της σοφίας τους, το οποίο δεν μπόρεσε να ανακτηθεί ούτε όταν κατάλαβαν το λάθος τους.
Όλα αυτά τα χρόνια ο ναός Σαολίν παρέμενε καμένος και κατεστραμμένος κι έτσι ήταν έξω από τα σχέδια των μεγάλων μεταρρυθμιστών. Ίσως κάποιοι να πίστευαν ότι είχε πεθάνει, αλλά το Σαολίν από τη γέννηση του μεταδίδεται από δάσκαλο σε μαθητή, από καρδιά σε καρδιά και το παραδοσιακό Σαολίν Κουνγκ Φου ζούσε ακόμη μυστικά στις καρδιές πολλών ανθρώπων.